- ηλεκτρομεταλλουργία
- η электрометаллургия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτρομεταλλουργία — Κλάδος της μεταλλουργίας. Ασχολείται με την παραγωγή και τον καθαρισμό των μεταλλευτικών προϊόντων μέσω της χρησιμοποίησης των θερμικών και ηλεκτρολυτικών ιδιοτήτων του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι ηλεκτρικές βιομηχανικές μέθοδοι που εφαρμόζονται στην … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα … Dictionary of Greek
Αριέζ — (Αriège).Νομός (4.890 τ. χλμ., 139.000 κάτ. το 2002) της Γαλλίας στα Νότια Πυρηναία, στο λεκανοπέδιο της Ακουιτανίας. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Φουά. Ο νομός της Α. είναι κυρίως ορεινός· διακόπτεται όμως από μεγάλες και εύφορες πεδιάδες.… … Dictionary of Greek